διαβιβάζει

διαβιβάζει
διαβιβάζω
carry over
pres ind mp 2nd sg
διαβιβάζω
carry over
pres ind act 3rd sg
διαβιβάζω
carry over
pres ind mp 2nd sg
διαβιβάζω
carry over
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • άγγελος — I Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησαν οι Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, για vα αποδώσουν την εβραϊκή λέξη μαλ ακ που σημαίνει αγγελιαφόρος, υπηρέτης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι α. είναι «αι στρατιαί», η αυλή του Θεού, όντα… …   Dictionary of Greek

  • αγγελιαφόρος — Αυτός που φέρνει ειδήσεις, αγγελίες ή διαγγέλματα. Οποιοδήποτε άτομο που, είτε περιστασιακά είτε επαγγελματικά, έχει εξουσιοδοτηθεί να διαβιβάσει προφορικά ή γραπτά εντολές, παραγγελίες, μηνύματα ή σχέδια. Η χρησιμοποίηση α. ήταν σε παλαιότερες… …   Dictionary of Greek

  • διάγγελος — ο (AM διάγγελος) 1. ο διαγγελέας 2. υπασπιστής στρατηγού (ιδιαίτερος αξιωματικός) που διαβιβάζει τις διαταγές του (λατ. tesserarius) νεοελλ. 1. παλαιότερα, ο διπλωματικός αντιπρόσωπος τής Αυστριακής Μοναρχίας 2. διπλωματικός αντιπρόσωπος τού πάπα …   Dictionary of Greek

  • διαβιβαστής — ο 1. στρατιώτης που διαβιβάζει διαταγές στις μαχόμενες μονάδες 2. στρατιώτης που υπηρετεί στο όπλο τών διαβιβάσεων …   Dictionary of Greek

  • διηχής — διηχής, ές (Α) 1. αυτός που μεταδίδει ή διαβιβάζει τον ήχο 2. ο πολύ ηχηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (ά) + ηχής < ήχος* (πρβλ. πολυηχής, υψηχής)] …   Dictionary of Greek

  • κατάσκοπος — (I) ο, η (AM κατάσκοπος) αυτός που κατασκοπεύει νεοελλ. αυτός που ενεργεί κατασκοπεία, που συλλέγει πληροφορίες για κρατικά στρατιωτικά κ.ά. μυστικά μιας χώρας και τίς διαβιβάζει σε ξένη δύναμη αρχ. 1. αυτός που ενεργεί κατοπτεύσεις 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • κεραία — I (Ζωολ.). Αρθρωτό εξάρτημα, με το οποίο είναι εφοδιασμένο το κεφάλι των εντόμων, των μυριαπόδων και των καρκινοειδών. Τα τελευταία φέρουν δύο ζεύγη κ., οι οποίες είναι δισχιδείς, ενώ οι δύο πρώτες ομάδες έχουν μόνο ένα ζεύγος μονοσχιδών κ. Είναι …   Dictionary of Greek

  • ρεμίζ — (I) ο, Ν ζωολ. γένος ωδικών πτηνών τής οικογένειας Remiridae. (II) και ρεμίζα, η, Ν συνοδευτική επιστολή με την οποία ο εκχωρητής διαβιβάζει φορτωτικά έγγραφα ή αξιόγραφα προς την τράπεζά του, παρέχοντας οδηγίες για την είσπραξη τών σχετικών… …   Dictionary of Greek

  • ρεφερενδάριος — και ῥαιφερενδάριος και ρεφερεντάριος, ὁ, ΜΑ 1. (στο Βυζάντιο) αξιωματούχος που διαβίβαζε στον βασιλιά τα αιτήματα τών υπηκόων του 2. εκκλ. αξιωματούχος τής Εκκλησίας που είχε ως έργο του να διαβιβάζει στους άρχοντες τα αιτήματα τού πατριάρχη και… …   Dictionary of Greek

  • τηλεγραφητής — ο, θηλ. τηλεγραφήτρια, Ν υπάλληλος που διαβιβάζει και παίρνει τηλεγραφήματα με την τηλεγραφική συσκευή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλεγραφώ. Το αρσ. τηλεγραφητής μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος, ενώ το θηλ.,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”